- βιοπαλεύω
- -εψα, μοχθώ για να ζήσω, ζω με πολλές στερήσεις: Βιοπάλευε σε όλη του τη ζωή και πέθανε στερημένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιοπαλεύω — και παλαίω μοχθώ για την εξοικονόμηση των αναγκαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βιοπαλεύω < βίος + παλεύω < πάλη + εύω και ο τ. βιοπαλαίω < βίος + παλαίω, που μαρτυρείται από το 1893 στον Θ. Βελλιανίτη] … Dictionary of Greek
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek